Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το γράμμα (αλφαβήτου)

См. также в других словарях:

  • γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • γράμμα — το 1. γραπτό σύμβολο κάθε φθόγγου μιας γλώσσας: Τα γράμματα του αλφάβητου. 2. ο φθόγγος που παριστάνεται με γραπτό σύμβολο. 3. επιστολή: Ο ταχυδρόμος μού έφερε ένα γράμμα. 4. στον πληθ., γράμματα η μόρφωση: Δεν του άρεσαν τα γράμματα, γι’ αυτό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύμβολο — το / σύμβολον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμβολον και σύββολον Α 1. παραστατικό σημείο, έμψυχο ον ή πράγμα που αντιπροσωπεύει κατά σύμβαση ορισμένη έννοια, τής οποίας αποτελεί την εικόνα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το έμβλημα (α. «ο σταυρός είναι το… …   Dictionary of Greek

  • Β, β — Το δεύτερο γράμμα και πρώτο σύμφωνο του ελληνικού αλφαβήτου. Το β ήταν το δεύτερο γράμμα του αρχικού σημιτικού αλφάβητου, από το οποίο προήλθαν τόσο τα σημιτικά αλφάβητα (συριακό, φοινικικό, εβραϊκό κλπ.), όσο και το φοινικικής ειδικότερα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Ε, ε — Το πέμπτο γράμμα του ελληνικού, του λατινικού και των νεότερων ευρωπαϊκών αλφαβήτων. Προήλθε από το πέμπτο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου  που απέδιδε τον δασύ φθόγγο He (= θυρίδα). Ενώ όμως στο συλλαβογραφικό φοινικικό αλφάβητο το He είχε… …   Dictionary of Greek

  • δίγαμμα — To έκτο γράμμα (F) του φοινικικού αλφάβητου, το οποίο ονομάστηκε έτσι από το σχήμα του που μοιάζει με διπλό κεφαλαίο Γ και προφερόταν βαυ, γιατί παρίστανε έναν φθόγγο σαν το σημερινό Β ή σαν μισό ου. Οι Έλληνες, μαζί με τα άλλα γράμματα του… …   Dictionary of Greek

  • Ψ, ψ — Το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Το ψ, όπως και τα φ, χ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά είναι επινόηση των Ελλήνων για την παράσταση του διπλού φθόγγου, που προήλθε από τη συνάντηση του σ με τα χειλικά …   Dictionary of Greek

  • κόππα — Στοιχείο του αρχαίου ελληνικού αλφάβητου. Βρισκόταν ανάμεσα στο πι και στο ρο και αντιστοιχούσε με το φοινικοεβραϊκό κοφ και το λατινικό Q. Συμβολιζόταν με έναν κύκλο επάνω σε μια κάθετη γραμμή (|) και το χρησιμοποιούσαν, μαζί με το ομόφωνό του… …   Dictionary of Greek

  • ψι — το / ψῑ και ψεῑ, ΝΜΑ το εικοστό τρίτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το γράμμα ψεῑ και ψι (με ιωτακισμό) ανήκει (μαζί με τα φ, χ και ξ) στα λεγόμενα «πρόσθετα» ή «συμπληρωματικά» γράμματα τού αλφαβήτου, δηλ. στα γράμματα που επινοήθηκαν …   Dictionary of Greek

  • Α,α — Το γράμμα που παρέμεινε επικεφαλής του αλφαβήτου, σε όλη τη διάρκεια και τις φάσεις της ιστορίας του. Προήλθε από το πρώτο σύμβολο του φοινικικού αλφαβήτου, που είχε το γραμμικό σχήμα ⊄, δηλαδή περίπου το σχήμα της κεφαλής του ταύρου και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»